- αντιπρόπερσι
- κ. -πέρυσι επίρρ.πριν από τρία χρόνια.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αντιπρόπερσι — και αντιπροπέρυσι επίρρ. χρον., τρία χρόνια πριν από σήμερα: Λείπει στα ξένα από αντιπρόπερσι. Επίθ. αντιπροπέρσινος, η, ο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αντι- — (AM ἀντι ) (< πρόθ. αντί). Κατά τη σύνθεση, η πρόθεση αντί προ φωνήεντος εμφανίζεται κανονικά με έκθλιψη του ι ως αντ είτε, αφομοιωτικά, ως ανθ , όταν το φωνήεν που ακολουθεί δασύνεται, μολονότι σε νεώτερα ιδίως σύνθετα ή και σε αρχαία από… … Dictionary of Greek